apuesta - ορισμός. Τι είναι το apuesta
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι apuesta - ορισμός


apuesta         
apuesta
1 f. Acción de apostar.
2 Cosa o cantidad que se apuesta. *Puesta.
apuesta         
Sinónimos
sustantivo
2) competencia: competencia, rivalidad, reto, desafío
apuesta         
sust. fem.
1) Acción y efecto de apostar dinero u otra cosa.
2) Cosa que se apuesta.

Βικιπαίδεια

Apuesta
Una apuesta es una forma de compromiso basado en el azar, en el cual deben existir al menos dos apostadores y en el que queda bien especificado quién apuesta contra quién y qué es lo que ambas partes recibirán de ganar. La misma puede ser verbal o escrita, tiene la misma validez y debe ser cumplida.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για apuesta
1. La constructora cree que la apuesta de la compañía italiana a 3' euros confirma que su apuesta ha sido buena.
2. Giuseppe Zanotti apuesta por la inocencia juvenil.
3. Una proposición que desbravó la apuesta ofensiva.
4. La apuesta por revolucionar Lezama JAVIER GONZÁLEZ.
5. Personalmente, yo prefiero hacer una apuesta creyente, por problemática que sea, pero creo que tan legítimo es hacer una apuesta atea o agnóstica.
Τι είναι apuesta - ορισμός